- ημίτομος
- -η, -ο (AM ἡμίτομος, -ον)νεοελλ.(για βιβλία) ο μισός τόμος από μια σειρά τόμων ενός συγγράμματος ή και τμήμα μόνο ενός τόμουαρχ.1. (για τη σελήνη) ημισέληνος, μηνοειδής2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμίτομοςείδος επιδέσμου, αλλ. ημιρρόμβιον*3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμίτομοςείδος ποτηριού4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμίτομοντο μισό4. φρ. α) «ἡμίτομα ξύλα» — κορμοί ή χοντροί κλάδοι σχισμένοι στα δύοβ) «ἡμίτομος ἀρχή» — η αρχή που ασκείται από δύο άρχοντες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. από-τομος, ευθύ-τομος.].
Dictionary of Greek. 2013.